-
1 μοίρα
μοίρᾱ, μοῖραpartfem nom /voc /acc dualμοίρᾱ, μοῖραpartfem nom /voc /acc dual (ionic)μοίρᾱ, μοῖραpartfem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)μοίρᾱ, μοιράωshare: pres imperat act 2nd sgμοίρᾱ, μοιράωshare: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————μοίρᾱͅ, μοῖραpartfem dat sg (attic doric aeolic)μοίρᾱͅ, μοῖραpartfem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 μοῖρα
1a portion, (c. partit. gen.)ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων· εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99
b due (share) c. appositive gen. ( Ἑρμᾶν) ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων contests as his due O. 6.79 ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd., fort. recte) O. 7.76 εὔχομαι (sc. σε) ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν as regards the blessings that are their due O. 8.86 τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται happiness as your due P. 3.84 ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ during the banquet, which was their due P. 4.127ἐκάλειφιλίαν νόστοιο μοῖραν P. 4.196
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν contests, which are allotted to them N. 10.53 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ i. e. two prizes allotted to him I. 3.10 πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτοκαλῶν I. 5.15
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.c destinyIἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.17
μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν N. 9.29
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.43
II doom Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων ( ἄνυσσεν v. l.: “ein Wortspiel,” Wil., 146) P. 12.12ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.64
πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 117a. < μοῖρα> (supp. Bergk) Θρ. 3. 8.2 pro pers.a sing., as personification of 3 supra. Apportioning, Destinyὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.21
οὕτω δὲ Μοῖρ' ἅ τε πατρώιον τῶνδ ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον, ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.35
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
b pl., the Fates, viz. Klotho O. 1.26, I. 6.8; Lachesis O. 7.64, Πα. 12. 77; Tyche fr. 41: in the company of Eleithuia O. 6.42, N. 7.1, Πα. 12. 17; of Time O. 10.52τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
Μοῖραι δ' ἀφίσταντ P. 4.145
Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων N. 7.1
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.18
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον fr. 30. 3. test., Paus., 7. 26. 8., ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τ' ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41.3 fragg. ἔμαθον δ' ὅτι μοιραν[ Πα. 13. c. 5. ]εοι μοῖρ' ἔνθα[ Θρ.. 11. ]μοιραν εχ[ ?fr. 337. 15. -
3 μοῖρα
A part, opp. whole, τριτάτη μ. [νυκτός] Il.10.253; [ἐσθλῶν] τριτάτην.. μ. Od.4.97
;μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μ. Il.15.195
.2 portion of land, of a country, etc., ;μ. πατρῴας γῆς διαιρετόν S.Tr. 163
;ἡ Περσέων μ. Hdt.1.75
; [ἐς] δυώδεκα μοίρας δασάμενοιΑἴγυπτον Id.2.147
; .4 political party,τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μ. προσεθήκατο Hdt.5.69
;τριῶν δὲ μ. ἡ 'ν μέσῳ σῴζει πόλεις E.Supp. 244
.5 degree, in the astron. and geog. sense, Hipparch.1.7.11, Gem.1.6, Cleom.2.5, etc.: division of the zodiac, Arat.716, cf. 560 (pl.), Procl.Hyp.3.52.II lot, portion or share which falls to one, esp. in the distribution of booty,ἴση μ. Il.9.318
;μ. καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534
; of a meal,μοίρας ἔνεμον 8.470
, cf. 14.448, etc.;μ. ἔχειν γαίης Hes.Th. 413
; (hex.); τὴν τοῦ πατρὸς μοῖραν λαγχάνειν one's inheritance, patrimony, Lexap.D.43.51, cf. AP11.382.22 (Agath.).2 generally, part, lot, οὐδ' αἰδοῦς μ. ἔχουσιν have no part in shame, Od.20.171;εὐθυμίης μείζω μ. μεθέξει Democr.258
, cf. 263;ἐν παντὶ παντὸς μ. ἔνεστι Anaxag.11
, cf. 6;μ. ἔχειν ἀχέων A.Th. 945
(lyr.);μ. Ἀφροδίτας Id.Supp. 1041
(lyr.); ἔχουσι μ. οὐκ εὐπέμπελον an office, Id.Eu. 476; τέσσαρας μ. ἔχον ἐμοί filling the place of four relations to me, Id.Ch. 238;μ. ἡδονῆς πορεῖν Id.Pr. 631
; κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μ., pro virili parte, Lycurg.64;οὐκ ἐλαχίστην συμβάλλεσθαι μ. πρός τι Plu.2.9f
, cf. Arist.Ath.19.4III one's portion in life, lot, destiny, , etc.;μ. βροτῶν A.Eu. 105
; mostly of ill fortune, but also of good, e. g. opp. ἀμμορίη, Od.20.76;ἡ πεπρωμένη μ. Hdt.1.91
;ἐξιστορῆσαι μ. A.Th. 506
, cf. Ag. 1314, etc.; μ. (sc. ἐστι) c. inf., 'tis one's fate,οὐ γάρ τοι πρὶν μ. φίλους ἰδέειν Od.4.475
;οὐ γάρ πώ τοι μ. θανεῖν Il.7.52
, cf. 15.117: c. acc. et inf.,εἰ μ... δαμῆναι πάντας ὁμῶς 17.421
, cf. 16.434;ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα θανεῖν S.Ph. 331
;ὡς αὐτὸν ἥξοι μ. πρὸς παιδὸς θανεῖν Id.OT 713
; εἴ μοι ξυνείη φέροντι μοῖρα ib. 863 (lyr.); μ. βιότοιο one's portion or measure of life, Il.4.170 (as v. l. for πότμον) ; ὑπὲρ μοῖραν (v. μόρος) Il.20.336; ἀγαθᾷ μοίρᾳ by good luck, E. Ion 153 (lyr.); θείᾳ μοίρᾳ by divine providence, X.Mem.2.3.18;κατά τινα θείαν μ. Arist.EN 1099b10
, cf. Pl. Men. 99e, Ap. 33c; opp.παρὰ μοῖραν Δίος Alc.Supp.14.10
.2 like μόρος, man's appointed doom, i.e. death, Il.6.488, Od.11.560; in full,θάνατος καὶ μ. Il.17.672
, etc.;μ. ὀλοή.. θανάτοιο Od.2.100
;θανάτου μ. A.Pers. 917
, Ag. 1462 (both anap.); πρὸ μοίρας before the appointed time, S.Fr. 686, Isoc.11.8;ἐξέπλησε μ. τὴν ἑωυτοῦ Hdt.4.164
,3.142, cf. 1.91; τῇ σεωυτοῦ μ. περίεις ib. 121; also, the cause of death, Od. 21.24.IV that which is meet and right, in Hom. mostly in phrase κατὰ μοῖραν in order, rightly, Il.16.367;κατὰ μ. ἔειπες 1.286
, al.;ἐν μοίρῃ πάντα διίκεο 19.186
, cf. Od.22.54, Pl.Lg. 775c, 958d; opp.παρὰ μοῖραν Od.14.509
; ἔχει μ. it is meet and right, E.Hipp. 988.2 respect, esteem,οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μ. νείμαιμ' ἤ σοι A.Pr. 294
(anap.), cf. S.Tr. 1239; ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἄγειν τινά hold one in no great respect, Hdt.2.172;ἐν μείζονι μ. εἶναι Pl.Cri. 51b
;ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ μ. Theoc.14.49
;μεγάλην μ. καὶ τιμὴν ἔχει Pl.Cra. 398b
; ; is prob. corrupt.V c. gen. almost periphr., ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ ἐκεῖνό ἐστι is a good, of the order of the good, Pl.Phlb. 54c; ἄγειν ἢ φέρειν ἐν πολεμίου μ. as if an enemy, D.23.61; νόστοιο μ. for νόστος, Pi.P.4.196; ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ playfully, Pl.Lg. 656b;ὡς ἐν φαρμάκου μ. Plu.2.6e
;ὥσπερ ἐν προσθήκης μ. Luc.Zeux.2
; μέτοχος εἶναι τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μοίρας, i. e. τοῦ ἀγαθοῦ, Pl.Phlb. 60b;ἡ φιλοσόφου μ. Id.Ep. 329b
;ἡ τελειότης τἀγαθοῦ μ. τίς ἐστιν Procl.Inst.25
; θείας μ. μετέχειν, i. e. τοῦ θείου, Pl.Prt. 322a, cf. Phdr. 230a; τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη was accounted manly, Th.3.82.B [full] Μοῖρα, as pr. n., the goddess of fate, Hom. always (exc. Il. 24.49) in sg., Il.24.209, al., cf. Orph.Fr.33, etc.: three first in Hes. Th. 905, etc.; as the goddess of death, Il.4.517, 18.119: generally of evil, 5.613; ἐγὼ δ' οὐκ αἴτιός εἰμι ἀλλὰ Ζεὺς καὶ M.καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς 19.87
: with epithets, M. κραταιή, ὀλοή, 5.629, 21.83;κακή 13.602
;δυσώνυμος 12.116
:—Trag. use sts. sg., A.Ag. 130, Ch. 910, etc.: sts. pl., Id.Pr. 516, 895, Ch. 306, etc.; of the Furies, Id.Eu. 172: later as objects of worship, SIG1044.8 (Halic., iv/iii B. C.).—In the phrasesθεοῦ μ. Od.11.292
,μ. θεῶν 3.269
, μοῖρα is Appellat., = destiny. -
4 Μοίρα
Μοίρᾱ, Μοῖραpartfem nom /voc /acc dual——————Μοίρᾱͅ, Μοῖραpartfem dat sg (attic doric aeolic) -
5 μοίρα
μοῖραpartfem nom /voc sg——————μοῖραι, μοῖραpartfem nom /voc plμοῖραι, μοῖραpartfem nom /voc pl (ionic) -
6 Μοίρα
-
7 μοῖρα
μοῖρα ( μείρομαι): part, portion, share, in booty, of the feast, etc., Il. 10.252, Il. 15.195, Od. 4.97 ; οὐδ' αἰδοῦς μοῖραν, ‘not a particle,’ Od. 13.171; significant of a proper share, hence ἐν μοίρη, κατὰ ( παρὰ) μοῖραν, ‘properly,’ ‘duly,’ ‘rightly,’ etc.; then of one's lot, fortune, fate, doom; μοῖρα βιότοιο, θανάτου, Δ 1, Od. 2.100; w. acc. and inf., εἰ μοῖρα (sc. ἐστί) δαμῆναι πάντας ὁμῶς, Il. 17.421.—Personified, Μοῖρα, Fate; pl., Il. 24.49, cf. Od. 7.197.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μοῖρα
-
8 μοῖρα
Grammatical information: f.Meaning: `part, share, lot'Etymology: s. also Ramat Stud. itfilcl. 32, 215ff., Pötscher WienStud. 73, 1ff.See also: s. μείρομαι;Page in Frisk: 2,249Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μοῖρα
-
9 μοῖρα
μοῖρα, ας, ἡ (μείρομαι ‘receive one’s portion’; Hom. et al.; pap, TestSol; SibOr 3, 121 al.; Philo; Jos., Bell. 4, 86, Ant. 17, 303; Just.; Tat. 7:1 [‘portion’]) lot (in life) (PLips 40 II, 26) ApcPt Fgm. 2 p. 12, 19.—LfgrE s.v. (lit.). DELG s.v. μείρομαι. -
10 Μοίρᾳ
Βλ. λ. Μοίρα -
11 Μοῖρα
Βλ. λ. Μοίρα -
12 Μοῖρᾳ
Βλ. λ. Μοίρα -
13 μοίρᾳ
Βλ. λ. μοίρα -
14 μοῖρα
Βλ. λ. μοίρα -
15 μοῖρᾳ
Βλ. λ. μοίρα -
16 μοίρα
1) destiny2) fate3) lot4) splitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μοίρα
-
17 μοίρας
μοίρᾱς, μοῖραpartfem acc plμοίρᾱς, μοῖραpartfem gen sg (attic doric aeolic)μοίρᾱς, μοῖραpartfem acc pl (ionic)μοίρᾱς, μοῖραpartfem gen sg (attic doric ionic aeolic)μοίρᾱς, μοιράωshare: pres ind act 2nd sg (attic)μοίρᾱς, μοιράωshare: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
18 μοιράσει
μοιρά̱σει, μοιράωshare: aor subj act 3rd sg (attic epic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind mid 2nd sg (attic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind act 3rd sg (attic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)μοιράζωaor subj act 3rd sg (epic)μοιράζωfut ind mid 2nd sgμοιράζωfut ind act 3rd sg -
19 μοίραν
μοίρᾱν, μοῖραpartfem acc sg (attic doric ionic aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 1st sg (attic) -
20 Μοίρας
Μοίρᾱς, Μοῖραpartfem acc plΜοίρᾱς, Μοῖραpartfem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)